- αικισμα
- αἴκισμα-ατος τό1) насилие, истязание Aesch., Lys.2) увечье, рана
οὐλόμενα αἰκίσματα Eur. — смертельные раны
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
οὐλόμενα αἰκίσματα Eur. — смертельные раны
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αίκισμα — αἴκισμα, το (Α) [αἰκίζω] 1. κακή μεταχείριση, κάκωση, βασανισμός 2. στον πληθ. φρ. «αἰκίσματα νεκρῶν», ακρωτηριασμένα πτώματα … Dictionary of Greek
αἴκισμ' — αἴκισμα , αἴκισμα outrage neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰκισμάτων — αἴκισμα outrage neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰκίσμασι — αἴκισμα outrage neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰκίσματα — αἴκισμα outrage neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αικίζω — αἰκίζω (Α) 1. κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ 2. (για θύελλα), καταστρέφω, αφανίζω, συντρίβω 3. μέσ. ό,τι και το ενεργ. 4. παθ. υφίσταμαι βασανιστήρια ή ταλαιπωρίες, βασανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰκής, συνηρημ. τ. τού αϊκής*. ΠΑΡ. αἴκισμα, αἰκισμός] … Dictionary of Greek
ξαίκισμα — το βασανιστήριο, κακοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * με επιτ. σημ. + αἴκισμα «κακή μεταχείριση, βασανισμός»] … Dictionary of Greek